- εξαγγέλλομαι
- εξαγγέλλομαι, εξαγγέλθηκα, (σπάν.) εξαγγελμένος βλ. πίν. 86
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἐξαγγέλλομαι — ἐξαγγέλλω tell out pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀξαγγέλλομαι — ἐξαγγέλλομαι , ἐξαγγέλλω tell out pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)